Θέλει Αρετήν και τόλμην η Ελευθερία


Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στην Ζάκυνθο σύγχρονος του Δ. Σολωμού,.Οταν ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση βρίσκεται στην Ελβετία
Με διαλέξεις, ομιλίες, δημοσιεύματα ενθαρρύνει Έλληνες και Φιλέλληνες. Το 1824 τυπώνει στην Γενεύη τις πρώτες δέκα Ωδές και στο Παρίσι, όπου συνεχίζει την πατριωτική δράση, το 1826, τις δέκα επόμενες. Αργότερα από ενθουσιασμό, κατεβαίνει στο Ναύπλιο να πολεμήσει όπου έχουν αρχίσει οι εμφύλιες διαμάχες, που τον απογοητεύουν. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια εγκαταλείπει το Ναύπλιο και έρχεται στην Κέρκυρα, όπου στην αρχή εργάζεται ως οικοδιδάσκαλος, μετά γίνεται καθηγητής της «θεωρητικής φιλοσοφίας» στην Ιόνιο Ακαδημία και το 1841 διευθυντής στο Ιόνιο Γυμνάσιο.Το 1852 έφυγε στο Λονδίνο,όπου έζησε τα τελευταία δεκαέξι χρόνια της ζωής του στις 30 Νοεμβρίου 1869.
Στον ποιητικό κόσμο του Κάλβου κυρίαρχες ιδέες είναι η αρετή, ανδρεία, φιλοπατρία, δικαιοσύνη, ελευθερία, με πρωταρχική την αρετή ως έννοια και προϋπόθεση για να υπάρξουν όλες οι άλλες.
Η ωδή «Εις Σάμον» είναι η τέταρτη ωδή της δεύτερης συλλογής του Ανδρέα Κάλβου με τίτλο «Λυρικά», που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1826. Η ωδή, που αποτελείται από είκοσι τέσσερις στροφές, γράφτηκε το 1824, μετά την απόκρουση της τουρκικής επίθεσης κατά της Σάμου. Ο ποιητής εξυμνεί στην ωδή τις φυσικές ομορφιές της Σάμου, καθώς και την ανδρεία και τη γενναιότητα των κατοίκων της.
Ο φόβος που παρουσιάζεται προσωποποιημένος ως τρομερός δυνάστης(χάλκεον χέρι) που παραλύει τον άνθρωπο, τον μετατρέπει σε ανδράποδο. Όποιος συμβιβάζεται με μια τέτοια ζωή, ο δειλός, είναι άξιος της δουλείας.Ο ατιμωτικός θάνατος είναι σήμα και μοιραία συνέπεια ενός δουλόφρονος βίου και ενός εξίσου ραγιάδικου λαού.
Στην αντίπερα όχθη υπάρχει ο τολμηρός, γενναίος, αδούλωτος στο φρόνημα και στη ζωή άνθρωπος που κινείται προς την ελευθερία και αγωνίζεται για την πραγμάτωση της αρετής.
Αυτός που σκέφτεται ελεύθερα πεθαίνει ελεύθερος. Ο δουλόφρων που σκύφει το κεφάλι στον τύραννο, γίνεται σφάγιον άτιμον στα χέρια του πεθαίνει ατιμωτικά γιατί και η ζωή του ήταν ατιμωτική.

«Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία». Προϋπόθεση της ελευθερίας είναι η ευψυχία, η γενναιότητα και η ανδρεία, η αρετή. Η δειλία είναι η αιτία της δουλείας και της σκλαβιάς.
Η ζωή κάτω από το ζυγό της τυραννίας δεν έχει νόημα και αξία.
Η ελευθερία δε χαρίζεται, αλλά είναι έπαθλο που το κερδίζει ο άνθρωπος με σκληρό αγώνα.
Ο θάνατος που προέρχεται από την τυραννία είναι φρικτός και ατιμωτικός.
Στους δειλούς αξίζει η τυραννία και η σκλαβιά.»

Ode agli Ionii» [Ωδή στους Ιονίους],με το ποίημα αυτό ο Κάλβος απευθύνεται στους συμπατριώτες, εμπνέεται από τη διάψευση των προσδοκιών των Επτανήσιων για ανεξαρτησία .Ανταποκρίνεται πλέον στο πρόσταγμα της εποχής που ζητά απο τους λόγιους να συμμετέχουν ενεργά στις εξελίξεις με δημόσια παρέμβαση για την κοινωνική αφύπνιση μέ όχημα το έργο του.
Η πρώτη Ελληνόφωνη ωδή που εκδίδεται αυτοτελώς το 1819 με τίτλο «Ελπίς πατρίδος»
«Ευλαβώς, τρέμων, ρίπτω
πρώτην βολάν τα δάκτυλα
επί την αργυρόχορδον
πάτριον κιθάραν.
Γλυκεία ελπίς, εάν χάσω σε,
και τι μοι μέλει ο βίος;
διά σε πνέω, και χαίρομαι,
και εάν μη ίδω·
προ της Ελλάδος του ιερού,
χορώ συμπεπλεγμένας,
Ελευθερίαν και Μούσας,
θάνατον θέλω.
Ο φιλόπατρις» ο Κάλβος των Ωδών,ο ποιητής της ελληνικής επανάστασης. Η περιγραφή, η εξύμνηση και ο σχολιασμός του εθνικού αγώνα βρίσκονται στο κέντροποιητικού έργου του που αριθμεί, έκτος από την «Ελπίς πατρίδος», είκοσι ωδές: δέκα που απαρτίζουν τη Λύρα (Γενεύη, 1824) και δέκα ακόμα συγκεντρωμένες στη δεύτερη συλλογή, που εκδίδεται το 1826 στο Παρίσι υπό τον τίτλο Λυρικά.

Μέσα απο τις Ωδές του προειδοποιεί ακόμη και για τους εσωτερικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν το κοινό καλό, όπως η διχόνοια μεταξύ των οπλαρχηγών, την προδοσία, αλλα και την δυσαρέσκεια από τον τρόπο που έχουν χειριστεί οι Ευρωπαίοι την υπόθεση της ελληνικής επανάστασης:

Το 1888, σε μια διάλεξη στον «Παρνασσό», ο Κωστής Παλαμάς προβάλλει το έργο του Κάλβου.
Ενώ ο Σεφέρης το 1941 αναρωτιέται  «Δεν υπάρχει γνωστή προσωπογραφία του Ανδρέα Κάλβου Ιωαννίδη. Καμιά φορά όταν ο στίχος του επιμένει μέσα στο μυαλό μου, τον αισθάνομαι σαν ένα ανθρώπινο σχήμα που αγωνίζεται, με τις απελπισμένες χειρονομίες τυφλού, να παραμερίσει ένα ψηλό παραπέτασμα που τον σκεπάζει. Δεν κατορθώνει ποτέ να φανερωθεί. Μόνο η φωνή του, πιο μακριά ή πιο κοντά. Μόνο οι κινήσεις ενός σώματος που υποπτεύει και λογαριάζει κανείς απ’ το κυμάτισμα του πανιού».

«Ούτως από τον ήλιον,
ωσάν πυρός σταλάγματα,
πέφτουσιν εις την θάλασσαν
των αιώνων, και χάνονται
δια πάντα η ώραι.»

Ωδή Όγδοη

1 thoughts on “Θέλει Αρετήν και τόλμην η Ελευθερία

  1. Το καλοκαίρι του 1824, η Εθνεγερσία γνώρισε μια από τις πιο ιστορικές της στιγμές, με τη Ναυμαχία της Σάμου. Ο Ελληνικός Στόλος, που δημιουργήθηκε ταχύτατα για την περίπτωση με ηγήτορες τους Σαχτούρη, Μιαούλη και τον θρυλικό Μπουρλοτιέρη Κανάρη, έδωσε ηχηρή απάντηση στην αρμάδα του Χοσρέφ Πασά, η οποία γνώρισε δεινή ήττα και αποσύρθηκε στα παράλια της Μικράς Ασίας, κοντά στην Αρχαία Μυκάλη.

    Αυτή η Ναυμαχία ενέπνευσε τον Ανδρέα Κάλβο, ο οποίος της αφιέρωσε, , την Ωδή Τετάρτην «Εις Σάμον».

    1. Την πρώτη στροφή της Ωδής αυτής συνθέτουν οι εξής «αθάνατοι» στίχοι:

    «Όσοι το χάλκεον χέρι

    βαρύ του φόβου αισθάνονται,

    ζυγόν δουλείας ας έχωσι·

    θέλει αρετήν και τόλμην

    η ελευθερία».
    Αυτή (και ο μύθος κρύπτει
    νουν αληθείας) επτέρωσε
    τον Ίκαρον· και αν έπεσεν
    ο πτερωθείς κι επνίγη
    10
    θαλασσωμένος·
    γ΄
    Αφ’ υψηλά όμως έπεσε,
    και απέθανεν ελεύθερος.—
    Αν γένεις σφάγιον άτιμον
    ενός τυράννου, νόμιζε
    15
    φρικτόν τον τάφον.
    δ΄
    Μούσα το Ικάριον πέλαγος
    έχεις γνωστόν. Νά η Πάτμος,
    νά αι Κορασσίαι, κι η Κάλυμνα
    που τρέφει τας μελίσσας
    20
    με αθέριστα άνθη.
    ε΄
    Νά της αλόης η νήσος,
    και η Κως ευτυχεστάτη,
    ήτις του κόσμου εχάρισε
    τον Απελλήν και αθάνατον
    25
    τον Ιπποκράτην.
    ς΄
    Ιδού και ο μέγας τρόμος
    της Ασίας γης, η Σάμος·
    πλέξε δι’ αυτήν τον στέφανον
    υμνητικόν και αιώνιον
    30
    λυρική κόρη.
    ζ΄
    Αυτού, ενθυμάσαι, εγέμιζες
    του τέιου Ανακρέοντος
    χαρμόσυνον κρατήρα,
    κι έστρωνες διά τον γέροντα
    35
    δροσόεντα ρόδα.
    η΄
    Αυτού, του Ομήρου εδίδασκες
    τα δάκτυλα να τρέχουσι
    με την ωδήν συμφώνως,
    όταν τα έργα ιστόρει
    40
    θεών και ηρώων.
    θ΄
    Αυτού, τα χρυσά έπη
    εμψύχωνες εκείνου,
    δι’ ού τα νέφη εσχίσθησαν
    και των άστρων εφάνηκεν
    45
    η αρμονία.
    ι΄
    Ω κατοικία Ζεφύρων,
    όταν αλλού του ηλίου
    καίουν τα βουνά οι ακτίνες,
    ή τον χειμώνα η νύκτα
    50
    κόπτει τας βρύσεις·
    ια΄
    Εσύ ανθηρόν το στήθος σου,
    φαιδρόν τον ουρανόν
    έχεις, και από τα δένδρα σου
    πολλή πάντοτε κρέμεται
    55
    καρποφορία.
    ιβ΄
    Καθώς προτού νυκτώσει,
    μέσα εις τον κυανόχροον
    αιθέρα, μόνος φαίνεται
    λάμπων γλυκύς ο αστέρας
    60
    της Αφροδίτης.
    ιγ΄
    Καθώς μυρτιά υπερήφανος
    απ’ άνθη φορτωμένη
    και από δροσιάν αστράπτει,
    όταν η αυγή χρυσόζωνος
    65
    την χαιρετάει·
    ιδ΄
    Ούτω το κύμα Ικάριον
    κτυπούσα η βάρκα, βλέπει
    σε εις τα νησία ανάμεσα
    λαμπράν και υψηλοτάτην,
    70
    και αγαλλιάζει.
    ιε΄
    Τί εγίνηκαν οι ημέραι,
    ότε εις τας κορυφάς
    του Κερκετέως δενδρόεντος
    εχόρευον οι τέχναι
    75
    στεφανωμέναι.
    ις΄
    Έρχονται, ω μακαρία
    νήσος, έρχονται πάλιν·
    το προμηνύουσι τ’ άντρα σου
    φλογώδη, εξ ών μυρίαι
    80
    μάχαιραι εκβαίνουν.
    ιζ΄
    Ως οι σφήκες μαζώνονται
    επί τα ολίγα λείψανα
    σπαραγμένης ελάφου,
    ή ταύρου οπού εκατάντησε
    85
    δείπνον λεαίνης,
    ιη΄
    Αλλ’ αν βροντήσει εξαίφνης,
    πετάουν ευθύς και αφήνουσι
    την ποθητήν τροφήν,
    υπό τα δένδρα φεύγουσαι
    90
    και υπό τους βράχους·
    ιθ΄
    Ούτως, εις τα παράλια
    ασιατικά, τα πλήθη
    αγαρηνά αναρίθμητα
    βλέπω να επισωρεύονται,
    95
    όμως ματαίως.
    κ΄
    Σάλπιγγα μεγαλόφθογγος
    «οι Σάμιοι», κράζει, «οι Σάμιοι»,
    και ιδού τα πόδια τρέμουσι
    μυρίων ανδρών και αλόγων
    100
    θορυβουμένων.
    κα΄
    «Οι Σάμιοι»· —και εσκορπίσθησαν
    των απίστων αι φάλαγγες.—
    Α, τί, ω δειλοί, δεν μένετε
    να ιδείτε, αν το σπαθί μας
    105
    κοπτερόν είναι;
    κβ΄
    Έρχονται, πάλιν έρχονται
    χαράς ημέραι, ω Σάμος·
    το προμηνύουν οι θρίαμβοι
    πολλοί και θαυμαστοί,
    110
    που σε δοξάζουν.
    κγ΄
    Νήσος λαμπρά ευδαιμόνει·
    ότε η δουλεία σε αμαύρωνε,
    σ’ είδον· άμποτε νά ’λθω
    να φιλήσω το ελεύθερον
    115
    ιερόν σου χώμα.
    κδ΄
    Εάν φιλοτιμούμεθα
    να την ξαναποκτήσομεν
    μ’ ίδρωτα και με αίμα,
    καλόν είναι το καύχημα
    120
    της αρχαίας δόξης.

Σχολιάστε