ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ ΠΟΥ ΚΥΛΑΕΙ ΠΑΡΑΛΟΓΑ


Η ΠΕΤΡΑ.

«Η προσευχή», λέει ο Αλαίν, «έρχεται στη σκέψη τη νύχτα». «Πρέπει όμως το πνεύμα να συναντήσει τη νύχτα», απαντούν οι μυστικοί και οι υπαρξιστές. Έχουν δίκιο, δεν πρέπει όμως να συναντήσει τη νύχτα που γεννιέται κάτω απ’ τα κλειστά μάτια με τη θέληση του ανθρώπου – νύχτα σκοτεινή και σιωπηλή που το πνεύμα πάει να χαθεί σ’ αυτή. Θα πρέπει να συναντήσει τη νύχτα της φωτεινής απελπισίας – πολική νύχτα – που το πνεύμα μένει άγρυπνο, απ’ όπου ίσως δημιουργηθεί η άσπιλη λάμψη που μέσα στο φως της γνώσης δίνει μορφή στο κάθε αντικείμενο. Εδώ, η ισορροπία συναντάει τη συγκινητική κατανόηση. Δεν υπάρχει πια το πρόβλημα του άλματος της ύπαρξης. Βρίσκει τη θέση του στη μέση της αιώνιας τοιχογραφίας της γεμάτης από ανθρώπινες στάσεις. Για το συνειδητό θεατή το άλμα αυτό είναι ακόμα παράλογο. Στα πλαίσια που πιστεύει πως μπορεί να καταλύσει αυτό το παράδοξο, το ξαναστήνει ολόκληρο. Τότε, συναισθάνεται. Τότε, όλα ξαναπαίρνουν τη θέση τους κι ο παράλογος κόσμος ξαναγεννιέται μέσα σ’ όλο του το μεγαλείο, σ’ όλη του την πολλαπλότητα.

Ο Καμύ θεωρώντας το παράλογο όχι σαν συμπερασμα αλλά σαν αφετηρία θέτει το βασανιστικό ερώτημα «Αξίζει η ζωή να την ζεί κανείς ή δεν αξίζει τον κόπο» και θεωρεί την αγωνιστική στάση του Σίσυφου με την κατάληξή της σαν την πιο σωστή στάση που μπορεί να τηρήσει κανείς απέναντι στο παράλογο της ζωής.
«Η παρουσία του θανάτου κάνει το σύμπαν χωρίς νόημα, ένα ανεξήγητο και περιορισμένο σύμπαν».
Ερωτήματα που τρυπώνουν και ροκανίζουν την καρδιά του ανθρώπου που μέσα στην σύγχυση του και τους σπασμένους καθρέπτες της ψυχής του, καταλήγει σε μία ανώφελη και άδηλη αλήθεια. Μη δυνάμενος να κατανοήσει το νόημα της ζωής , αναγνωρίζει την ματαιότητα του πόνου και των πράξεων του, και μέσα στην δίνη αυτού του ακαθόριστου συναισθήματος, νοιώθει ξένος μέσα στον κόσμο του. Αυτοεξόριστος, χωρίς μία ανάμνηση της «χαμένης πατρίδος» και χωρίς καμμία ελπίδα να επιστρέψει σε αυτήν, παίρνει απόσταση από την ίδια του την ζωή, σαν ένας ηθοποιός μακρυά από την σκηνή του κόσμου. « Δεν υπάρχει μοίρα που να μην νικιέται με την περιφρόνηση» δηλώνει ο Καμύ.
Η μοίρα όμως γράφεται σε εναλλακτικούς δρόμους και ο πολεμιστής διαλέγει το μονοπάτι που θα περπατήσει, και μέσα σε αυτό το παιχνίδι όπου η ζωή, ο θάνατος, το παράλογο, ο έρωτας , το πάθος, ο πόνος, η χαρά, ανταλλάσουν τα επιχειρήματά τους, αυτός αντιπαραθέτει την επιμονή του, την διορατικότητά του, την σιδερένια πειθαρχία του και την θέλησή του για ΖΩΗ. Με ένα κόκκο « τρέλας», την ζεί και την απολαμβάνει με όλες της τις αντιφάσεις και τα φαινομενικά της αδιέξοδα ,γιατί θεωρεί τον εαυτό του κομμάτι της , τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο . Και είναι αυτή του η σεμνότητα που θα τον οδηγήσει σε μία απαυγάζουσα δημιουργική πλευρά του. Ο Πολεμιστής είναι ο επαναστάτης που ορίζει έναν Δρόμο, δείχνει μια στάση ζωής, είναι ένα πρότυπο Ανθρώπου που κοιτά ψηλά, και που ενώ δέχεται την μοίρα του με ταπεινότητα, αναμετριέται μαζί της και κατανοεί το θαύμα της ζωής.
Ο Προμηθέας επαναστατεί και διεκδικεί την έξοδο από την φάση της άγνοιας που κυριαρχούσε σε όλη την ανθρωπότητα,, δεν παραμένει εγκλωβισμένος στο προσωπικό του πεδίο αντίθετα συνάπτει μία εγκόσμια λυτρωτική και συνάμα διαφωτιστική και οικοδομητική «πράξη», Αυθαιρετεί εν συνειδήσει επαναστάτης ταγμένος στο πλευρό της ανθρωπότητας και έχοντας γνώση των συνεπειών και τέλος διαμαρτύρεται για την άδικη μοίρα του, αρνούμενος την υποταγή και την ισοπέδωση, γι΄αυτό και δικαιώνεται και βρίσκει την λύτρωση του.
Μου είναι αδύνατον να φανταστώ τον Σίσυφο ευτυχισμένο, μέσα σε αυτήν την θλιβερή του μοίρα, να σηκώνει μοιρολατρικά την πέτρα, «ζώντας» ανάμεσα σε σκιές, και έχοντας γίνει και ο ίδιος ένα κομμάτι από το βράχο που ανεβαίνει. Ποιος θα μπορούσε να βρεί την λύση και να δώσει τέλος στο παράλογο μαρτύριο του;;;

Δεν υπάρχει ήλιος χωρίς σκιά και πρέπει να γνωρίσουμε τη νύχτα. Ο παράλογος άνθρωπος λέει ναι και ο αγώνας του θα είναι πια αδιάκοπος. Εάν υπάρχει ένα προσωπικό πεπρωμένο, δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή εξαιρετικής τύχης ή το πολύ να υπάρχει μια, εκείνη που κρίνεται σα μοιραία κι αξιοκαταφρόνητη. Όσο για τις υπόλοιπες, ο άνθρωπος ξέρει πως είναι κύριος της ζωής του. Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή που ο άνθρωπος ξαναγυρίζει στη ζωή του, ο Σίσυφος – πηγαίνοντας πάλι προς το βράχο του – μελετάει αυτή την ασύνδετη σειρά των πράξεων που γίνεται πεπρωμένο του, φτιαγμένο από τον ίδιο, απλό κάτω απ’ το βλέμμα της μνήμης και σφραγισμένο σε λίγο με το θάνατό του. Έτσι, πεισμένος για την εντελώς ανθρώπινη προέλευση όλων των ανθρώπινων, τυφλός που ποθεί να δει και ξέρει πως η νύχτα είναι ατέλειωτη, βρίσκεται πάντα σε πορεία. Ο βράχος γυρίζει ακόμα.
Αφήνω τον Σίσυφο στους πρόποδες του βουνού. Πάντα ξαναβρίσκει κανείς το φορτίο του. Ο Σίσυφος όμως, συμβολίζει την ανώτερη πίστη που αρνιέται στους θεούς κι ανυψώνει τους βράχους. Κι εκείνος κρίνει πως όλα είναι καλά. Αυτό το σύμπαν, αδέσποτο στο εξής, δεν του φαίνεται άκαρπο ούτε μάταιο. Ο κάθε κόκκος της πέτρας, η κάθε λάμψη αυτού του γεμάτου νύχτα βουνού πλάθει, μονάχα γι’ αυτόν, τη μορφή ενός κόσμου. Ακόμα κι ο ίδιος ο αγώνας προς την κορυφή φτάνει για να γεμίσει μια ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο.

Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο… ευτυχισμένο;

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΛΑΪΟΝ

Σχολιάστε