Ο ΕΡΩΣ ΕΝΟΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΑ ΠΟΙΗΤΗ


ΕΛΕΝΗ ΤΟΥ ΦΑΟΥΣΤ schoene-helena

«Η ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ » Birgit Sewekow (ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΚΑΙΤΕ «ΕΛΕΝΗ»

ΑΥΤΟΣ ο «έρως Ελλάδος» «Θέλω να δημιουργήσω μιάν Ελλάδα από τα μέσα μου.»(Από το έργο του ‘‘Ερμάννος και Δωροθέα’’).

«Αρχαίον Ελληνικόν πνεύμα πόσον σε ηγάπησα!» «Ηγόρασα μίαν τεραστίαν κεφαλήν του Διός. Την έβαλα απέναντι στο κρεβάτι μου και άφησα το φως να πίπτη επάνω της κατά τρόπον κατάλληλον, ώστε να την βλέπω κάθε πρωίαν φωτιζομένην και να της απευθύνω την προσευχήν μου.» 

«Στο έργο του Γκαίτε εκφράζεται ο θαυμασμός του για την Ελλάδα, σαν την μοναδική στον κόσμο πολιτισμένη χώρα.»

Η ποίηση και η ιστορία των Ελλήνων ήταν ο Πολικός Αστέρας του για την εξερεύνηση του κόσμου, του ανθρώπου, της ζωής, του εαυτού του:

«Κάποιος έλεγε: «Γιατί ασχολείστε τόσο επίμονα με τον Ομηρο; Ετσι κι αλλιώς, δεν τον καταλαβαίνετε». 

Σ’ αυτό, θα απαντούσα: Ούτε τον ήλιο τον καταλαβαίνω, ούτε το φεγγάρι,ούτε τ’ άστρα· ωστόσο περνούν ψηλά, πάνω από μένα και, καθώς τα αντικρύζω και βλέπω την θαυμαστά ρυθμισμένη τροχιά τους, αναγνωρίζω σ’ αυτά τον εαυτό μου και συλλογίζομαι μήπως θα μπορούσα να φτιάξω κι εγώ κάτι».

«Ο Όμηρος με τον Αχιλλέα και τον Οδυσσέα, τον γενναιότερο και τον εξυπνότερο των ανδρών, έδωσε πλήρη περιγραφή του ανδρικού φύλου.»(Από συνομιλία του με τον Eckerman στις 5 Ιουλίου1827).

«Τα έπη του Ομήρου επιζούν από τότε δίπλα στη θρησκεία και τη φιλοσοφία ως‘‘κοσμικό ευαγγέλιο’’.»

(Από την αυτοβιογραφία του ‘‘Η ποίηση και η αλήθεια’’).

«Ευωχήθηκα στην τράπεζα του Όμηρου…» (Από επιστολή του στον Knebel στις 9 Νοεμβρίου 1790. Ο Γκαίτε τοποθετεί τον εαυτό του μετά τον Όμηρο και ανακράζει: «Αλλά ποιος είναι δυνατόν να μετρηθή με τους θεούς; Ποιος είναι δυνατόν να μετρηθή με τον Ένα; Ωστόσο Όμηρίδης να είσαι, έστω και ο τελευταίος, ωραίο είναι.» , ενώ την βιβλιοθήκη του κοσμούσε η προτομή του Ομήρου: «Γίνεται κανείς πάραυτα δύο χιλιάδες χρόνια νεώτερος και καλύτερος.»

Μέσα από τα ελληνικά αρχέτυπα ο προσφιλέστερος ήρωάς του)είναι ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ, ο εξεγερμένος Τιτάνας: εικοσιπέντε χρονών γράφει το δραματικό ποίημα «Προμηθέας» . Με το ποιήμα αυτό  υποστήριζει ότι άνθρωπος πρέπει να πιστεύει στον εαυτό του κι όχι στους θεούς, και γίνεται ο εκπρόσωπος ενός ολόκληρου κινήματος.

Ήταν από τους πρωταγωνιστές της κίνησης «Κλασικισμός της Βαϊμάρης».

Σε μία στροφή του ποιήματος ο  Προμηθέας στέκεται μπροστά από μια σειρά αγαλμάτων, που είναι τα άψυχα ακόμη σώματα των ανθρώπων – των παιδιών του – που δημιούργησε κατά τη δική του εικόνα και ομοίωση, μετά την επίσκεψη του Ερμή να αποδεχθεί την πρόταση του Δία. Ο Δίας προτείνει στον Προμηθέα να εγκατασταθεί στον Όλυμπο και να γίνει κυρίαρχος όλης της γης σκύβοντας φυσικά το κεφάλι στο ανώτερο κυρίαρχο, τον πατέρα ἀνδρῶν τε θεῶν τε. 

«Εδώ είναι ο κόσμος μου, το όλον, εδώ γνωρίζω τον εαυτό μου, εδώ οι επιθυμίες μου όλες σαρκώνονται σε σωμάτων μορφές. Το πνεύμα μου τόσες χιλιάδες θραύσματα στα ακριβά παιδιά μου ενοποιείται»

Αργότερα συνθέτει την τραγωδία «Ιφιγένεια εν Ταύροις», αργότερα μια «Μήδεια», το επικό ποίημα «Αχιλληίς»(1803), και τελειώνει  με τον ελληνικό μύθο  «Ελένη» του Δεύτερου Φάουστ. 

Ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων το 1821 τον συγκίνησε βαθειά και τον ενέπνευσε όπως πολλούς ποιητές και φιλοσόφους του Διαφωτισμού..

«Λυπάμαι που τα γηρατιά μ’ εμποδίζουν να πραγματοποιήσω ένα ταξίδι στην Ελλάδα, που τόσο αγαπώ.» (Από επιστολή του στον Λόρδο Βύρωνα της 23/7/1823.)  «Στο Μεσολόγγι ήρωες γίνονται και τα παιδιά. Κάθε γυναίκα κι αμαζόνα.» .Στον «Φάουστ» βάζει έναν ήρωα, τον Έλληνα Ευφορίωνα, μέσα στο πολιορκημένο Μεσολόγγι να φωνάζει: «Ν’ ανεβαίνω πάντα πιο ψηλά, να κοιτάζω πάντα πιο μακριά.» «Immer hoher muss ich steigen, Immer weiter mussich schouen.»

Όποιος δεν έφαγε του πόνου το ψωμί με οδύνη κι όποιος δεν πέρασε νύχτες αξημέρωτες, με πίκρα περιμένοντας να φέξει, αυτός δεν  γνώρισε δυνάμεις θεϊκές` .
«`Δεν μου αρέσει το εύκολο, ποθώ το ιδανικό` »

Στο δοκίμιό του «Για την Τέχνη και την Αρχαιότητα» (1818-1827), λέει:

«Ποια αγωγή πρέπει να θεωρούμε ως την καλύτερη; Των Υδραίων! Νησιώτες και ναυτικοί οι ίδιοι, παίρνουν από νωρίς τα παιδιά τους στο καράβι και τα βάζουνε να μπουσουλάνε στη δουλειά. Μόλις τα παιδιά καταφέρουν κάτι, έχουν μερίδιο στα κέρδη κι αρχίζουν να ενδιαφέρονται για το εμπόριο, τις συναλλαγές, τα λεία, και με αυτό τον τρόπο, πλάθονται οι πιο άξιοι ναυτικοί, οι πιο έξυπνοι έμποροι, οι πιο τολμηροί πειρατές. Είναι φυσικό από ένα τέτοιο υλικό να ξεπετάγονται ήρωες, οι οποίοι κολλάνε με τα ίδια τους τα χέρια στη ναυαρχίδα του εχθρικού στόλου το πυρπολικό που σκορπάει τον όλεθρο».

( εδώ αναφέρεται στην ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας στο λιμάνι της Χίου, στις 6-7.6.1822, από τον Κανάρη ­ έστω κι αν ο πυρπολητής  Ψαριανός…).

«Το ενδιαφέρον, που δείχνουμε για την τύχη και τον αγώνα των Ελλήνων, επηρεάζεται από την εκτίμηση που δίνουμε στην έκδοση των δημοτικών τραγουδιών τους.» (Από επιστολή του στην νύφη του Οττίλια Γκαίτε της 11/7/1824.)

«Η Ελένη μου  περιλαμβάνει χρονικό διάστημα τρισχιλίων ετών, από της αλώσεως της Τροίας μέχρι της πτώσεως του Μεσολογγίου.» (Από επιστολή του στον Γουλιέλμον Ουμβόλδον, το 1826.)

 Αργότερα (2.4.1829), μιλώντας πάλι με τον Εκκερμαν, θα γίνει προφητικός:

«Θα σας αποκαλύψω ένα πολιτικό μυστικό, που θα ξεφανερωθεί αργά ή γρήγορα. Ο Καποδίστριας δεν θα κυβερνά πολύν καιρό ακόμα την Ελλάδα, επειδή του λείπει μια ιδιότητα απαραίτητη για τη θέση του: δεν είναι στρατιώτης. Δεν έχουμε κανένα παράδειγμα όπου ένας άνθρωπος του γραφείου να μπόρεσε να οργανώσει ένα επαναστατημένο κράτος και να υποτάξει τους στρατιώτες και τους στρατηγούς. Μόνο με το σπαθί στο χέρι, επί κεφαλής ολόκληρου στρατού, μπορείς να κυβερνάς και να δίνεις διαταγές, μπορείς να είσαι βέβαιος πως θα σε υπακούσουν, αλλιώς, χωρίς αυτό, είναι πολύ αμφίβολο. Ο Ναπολέων, αν δεν ήταν στρατιώτης, δεν θα μπορούσε ποτέ να υψωθεί στο ανώτατο αξίωμα· ο Καποδίστριας δεν θα κατέχει για πολύν καιρό το αξίωμά του· πολύ γρήγορα, θα παίξει δευτερεύοντα ρόλο. Σας το προλέγω, και θα δείτε πως θα πραγματοποιηθεί· είναι στη φύση των πραγμάτων και θα συμβεί αναγκαστικά».

Μετά από δύο χρόνια περίπου , η προφητεία του βγήκε αληθινή

. «Μένω εκστατικός μπροστά στο όραμα τηςΕλληνικής αρχαιότητας.»

(Απόσπασμα από το έργο του ‘‘Ναυσικά’’).

«Διαβάζοντας τα λόγια του Πινδάρου:‘‘επικρατείν χρή’’ είδα το φώς.»

«Οι Έλληνες είναι συγγενείς μου, είναι δάσκαλοί μου. Τους θαυμάζω σαν άφθαστες διάνοιες της φράσεως και της γραμμής, καθώς και για τον ιδεώδη βίο τους.»(Από επιστολή που έστειλε στον γιο 5 Ιουλίου 1815).

«Ό,τι είναι η καρδιά και ο νους για το σώμα, είναι η Ελλάδα για την ανθρωπότητα.»

«Ο καθένας πάνω στην τέχνη του ας είναι Έλληνας, αλλά να είναι.»«Jeder sei auf seine art ein Grieche, aber er sei’s.»

«… Η Ελληνική  Γλώσσα αντήχησε, άστρο λαμπερό μέσα στη νύκτα.»

Μαθητές του Γκαίτε τον ερώτησαν:-«Δάσκαλε, τι να διαβάσουμε, για να γίνουμε σοφοί,όπως εσύ;»-

«Τους Έλληνες κλασσικούς» απάντησε.-«Και όταν τελειώσουμε τους Έλληνες κλασσικούς,τι άλλο να διαβάσουμε;», ξαναρώτησαν.-«Πάλι τους Έλληνες κλασσικούς.»(Από τις συνομιλίες του Γκαίτε με τον Eckerman).

«Μετά την συγγραφή του Βέρθερ και του Φάουστ επήγα να παρακαθήσω στην Τράπεζα των Ελλήνων. Εάν τους είχα γνωρίσει, όπως τώρα τους γνωρίζω, με τα αριστουργήματα, που υπάρχουν σ’ αυτούς από χιλιετιών δεν θα έγραφα ούτε ένα στίχο. Θα μεταχειριζόμουνα αλλοιώς τη δραστηριότητα μου.»

«Ω, μαγεία του Ελληνικού δαιμονίου, πόσο δυνατή είναι η σαγήνη της λατρείας σου και πόσο γόησσα είναι η διονυσιακή φιλοσοφία! Μ’ αυτήν και μόνη το πνεύμα μου πετά προς το Πάνθεον της φύσεως και εκεί μόνον ευρίσκω ανακούφισιν και γαλήνην από την τρικυμίαν των μικροτήτων της ζωής.(«Χέρμαν και Δωροθέα» .

«Απ’ όλους τους λαούς, οι Ελληνες ονειρεύτηκαν πιο όμορφα τ’ όνειρο της ζωής»,

Φως, περισσότερο ΦΩΣ. ( Τα τελευταία του λόγια)

1 thoughts on “Ο ΕΡΩΣ ΕΝΟΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΑ ΠΟΙΗΤΗ

  1. .W. Goethe, «Προμηθέας»
    Σκέπαζ’ ω Δία,
    με καταιγίδες σύννεφα τον ουρανό σου
    κι αφέντευε πα στις βουνοκορφές και στις βαλανιδιές,
    παρόμοια με παιδί, που εύκολα
    των γαϊδουραγκαθιών θερίζει τα κεφάλια —
    το χέρι σου όμως μακριά
    από τη γη μου κράτα
    κι απ’ την καλύβα μου, που δεν την έχτισες εσύ,
    καθώς κι από το τζάκι μου,
    που για τη ζεστασιά του με ζηλεύεις.
    Δεν ξέρω τίποτα πιο μίζερο
    κάτω απ’ τον ήλιο από σας, θεοί!
    Με ψίχουλα
    σεις τη Μεγαλοσύνη σας
    από θυσίες θρέφετε
    και προσευχές
    και θα πεινούσατε, αν δε βρίσκουνταν
    ζητιάνοι και παιδιά
    κουτοί γεμάτοι ελπίδες.
    Σαν ήμουνα παιδί,
    να πράξω τί, δεν ήξερα,
    με μάτι σαστισμένο
    τον ήλιο αγκάλιαζα, σαν νάταν κάποιο αυτί
    εκεί ψηλά, τον πόνο μου ν’ ακούσει,
    κάποια καρδιά, σαν τη δική μου,
    να συμπονέσει τον κατατρεγμένο.
    Εμένα ποιος με βοήθησε,
    Όταν την περηφάνεια των Τιτάνων πολεμούσα;
    Ποιος απ’ το θάνατο με γλίτωσε
    κι απ’ τη σκλαβιά;
    Εσύ δεν ήσουν φλογερή καρδιά μου κι άγια,
    που τάφερες μονάχη σου ώς το τέλος όλα,
    και, γελασμένη συ νια τότε και καλή,
    βαθιά δε φχαριστούσες για τη σωτηρία μου
    τον Κοιμισμένο αυτόν εκεί ψηλά;
    Να σε τιμήσω εγώ; Γιατί;
    Μήπως βαλσάμωσες ποτέ τον πόνο
    του Πονεμένου;
    Μήπως σταμάτησες ποτέ τα δάκρυα
    του Φοβισμένου;
    Μήπως δε μ’ έκαναν στ’ αμόνι απάνω άντρα
    ο παντοδύναμος ο Χρόνος
    κι η Μοίρα η αιώνια,
    δικοί μου Αφέντες και δικοί σου;
    Μήπως σου πέρασε απ’ το νου
    πως θα μου ‘ρχόταν σιχαμός για τη ζωή μου
    και θάφευγα στην ερημιά,
    γιατί τα όνειρα της νιότης μου
    δεν ωριμάσαν όλα;
    Κάθουμαι εδώ και πλάθω ανθρώπους
    απάνω στη δική μου εικόνα,
    γενιά, που νάναι σαν κι εμένα,
    να κλαίει και νάχει βάσανα,
    νάχει χαρές κι απόλαψες
    και να σου δείχνει καταφρόνια,
    καθώς εγώ!
    μτφ. Νίκος Α. Σερεσλής

Σχολιάστε