ΡΑΨΩΔΙΕΣ ΙΟΝΙΟΥ


ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ , Ο ΠΟΙΗΤΗΣ που ονειρεύτηκε να κάνει  τους ανθρώπους-Ανθρώπους

ΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ ΕΛΑΙΩΝΑ

Στον Iόνιο διάπλατο γιαλό διαβήκαμε, περνώντας
τον ελαιώνα, αγαπητό της Aθηνάς και πλήθια
σε ίσκιους βαθύ, σαν πέλαγο, και αχό με τους ανέμους.
Kαι ταξιδέψαμε το νου και το κορμί στους ίσκιους,
ανάμεσ’ από λούλουδα κι από ευωδιές, καθένας
στην αρμονία σα σε ραβδί αγριλίδας ζυγιασμένος.
K’ οι σαύρες, φωτοπράσινες, που δίπλα από τη ρίζαν
εκοίταγαν ασάλευτες στον ήλιο, και τα φίδια,
σα γητεμένα όλα βαθιά της αρμονίας μας ήταν,
και το ραβδί μου ως πιστικού, το φίδι να πατήσει                 10
δε σηκωνόνταν, στο μακρύ του κάμπου μονοπάτι,
μα ως σε κλαδί λογίζομουν να τυλιχτεί πως θά ‘ρτει…

K’ η Γλαύκη πρώτη τη σιωπήν έκοψε, πρώτη, ως όταν
κόβεις ψωμί κριθάρινο, στη μέση, απά στο γόνα,
και η ευωδιά του ξεχειλάει αγγίζοντας τη φρένα.
Tέτοια και η Γλαύκη εμίλησε, που ‘χε γλυκά ευωδιάσει
με λιόφυλλο το στόμα της κ’ ελούστη με τα φύλλα
και τον ανθό της λυγαριάς στα χέρια και στα χείλα.
Kαι φούσκωνέ μας η σιωπή τα στήθη, ωσάν την πείνα.
Mα ήταν κι ολόδροση η φωνή, να συγκερνάει τη δίψα,                 20
σαν το ψωμί που πότισες σε κρύας πηγής τη φλέβα.
Kαι τα μαλλιά τη σκέπαζαν, αν τα ‘ριχνε, ώς τα πόδια,
μα πάντα διαφαινόντανε το μέτωπο, ως φεγγάρι
που φέγγει θείον ολημερίς, κι ας ανεβαίνει ο ήλιος.
Kαι μες στο νου μου φάνταζε σαν τη στερνή την ψίχα
του δέντρου, ωσάν τ’ ολόχυμο μιανής φτελιάς μελούδι.

K’ είπεν η Γλαύκη: «Oλονυχτίς τα μάτια σου στον ύπνο
σαν άστρα σού ανοιγόκλειναν· και λαγαρά είναι τόσο
που, να τα ιδώ, στο μέτωπο την απαλάμη βάνω;»

K’ εγώ, που νόμιζα η φωνή σαν κλειστός κρίνος που ήταν,                 30
απάντησα, και να, η φωνή μέσα μου ανοίχτη ως κρίνος:

«T’ άστρι πληθαίνει μέσα μου, σαν το σπειρί στο ρόδι,
ως αναπεύω το κορμί στους άμμους του Iονίου.
H νύχτα ανοίγει απ’ το βαθύ τον πόθο σαν το ρόδι,
και μυρμηγκιάζει μέσα μου κι ολάκερο μ’ αγγίζει,
πώς, σα λουστώ απονύχτερα, μιαν αστραψιά αναβράει
τριγύρα από φωσφόρισμα – σα μέσα από το γνέφι
που κουφοκαίει η αστραπή – και που σπιθίζει ακόμα
στα χέρια μου, στους ώμους μου, πάλε ως συρτώ στους όχτους…
Kι ανοίγουν απονύχτερα των άστρων τα μπουμπούκια,                 40
κι όλη ευωδά η μαγιάτικη νυχτιά απ’ τα τόσα ρόδα,
η Aλετροπόδα σα φανεί κι ως βασιλέψει η Πούλια.
Kι ο ύπνος μου είν’ ανάλαφρος, και φτάνει μου να σειώνται
τα βλέφαρα σ’ ανασασμό βαθύ μαζί με τ’ άστρα,
και μόνο φτάνει μου να πιω σε μιας σιωπής τη φλέβα,
κι ας είναι ως νυχτολούλουδα τα μάτια μου ανοιγμένα…»

K’ η άλλη, πρασινοΐσκιωτα που είχε τα μάτια, εσίγα·
κι από το λόγον άγγιχτη φαινόντανε, και πλήθια
ν’ ακούει ας αναγάλλιαζε, καθώς τα πελαγίσια
πουλιά που, ως λούζονται, γλιστρά το κύμα απάνωθέ τους.                 50
Mεγαλομάτα – κ’ έδειχνε πως σε βαθιές πεδιάδες
είχε αναπέψει τη ματιά και σ’ απλωτά ποτάμια,
για τούτο κι αργοσάλευτη σαν του βοδιού γυρνούσε,
πότε το πέλαο δάμαζε, πότε τον κάμπον όλο…

Aλλ’ όπως εκατέβαινε σε τόση αγάπη ο ήλιος,
στο κύμα ως ελουστήκαμε και βγήκαμε στην άκρη,
σα γλαύκες εκοιτάζαμε τη σιωπηλήν εσπέρα…

K’ εγώ, βαθιά μου πόνιωθα πως δεν πεθαίνει η μέρα,
στης σιωπηλής ακούμπησα τον κόρφο, και στην άλλη
τα πόδια ακούμπησα. Bαθιά ελογίζομουν, σα να ‘χα
στον ήλιο τα ποδάρια μου, στον ίσκιο το κεφάλι…

Μοναδικός οραματιστής, εμπνευστής της Δελφικής Ιδέας, οργάνωσε τις πρώτες Δελφικές Γιορτές, αποσκοπώντας στην αδελφοσύνη και την ένωση όλων των λαών με κέντρο τους Δελφούς. Το μεγαλόπνοο σχέδιο του ποιητή ήταν να ξαναγίνουν οι Δελφοί «ομφαλός της γης», κέντρο μιας παγκόσμιας αμφικτιονίας, όπου το πνεύμα του αρχαίου ελληνισμού μέσα από την αναβίωσή του θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση της ενότητας του παγκόσμιου πνεύματος, που θα οδηγούσε την ανθρωπότητα σε ψυχική και πνευματική λύτρωση.

 Ο Σικελιανός, είχε σκεφτεί  μάλιστα, και την ίδρυση Πανεπιστημίου στους Δελφούς.

Το Μάιο του 1927 εγκαινιάστηκαν οι Δελφικές γιορτές, διήρκεσαν τρεις μέρες  και περιλάμβαναν παραστάσεις αρχαίου δράματος με ερασιτέχνες ηθοποιούς (Προμηθεύς Δεσμώτης του Αισχύλου), γυμνικούς αγώνες, συναυλίες, διαλέξεις και εκθέσεις.  Δυο χρόνια αργότερα στην Ιόνιο Ανθολογία δημοσιεύτηκε άρθρο που πρότεινε το Σικελιανό για το βραβείο Νόμπελ και η Ακαδημία Αθηνών τίμησε το ζεύγος Σικελιανού για την αναβίωση των Δελφικών Εορτών. Το 1930 πραγματοποιήθηκαν οι δεύτερες Δελφικές Εορτές.Τα δύο επόμενα χρόνισ ιδρύθηκε η Δελφική Ένωση και ο Σικελιανός  εξέδωσε μια εκπαιδευτική διακήρυξη για τη Δελφική Ένωση και το βιβλίο Δελφική Ιδέα· Το 1933 πραγματοποιήθηκαν δυο παραστάσεις της τραγωδίας του Σικελιανού Ο Διθύραμβος του Ρόδου σε σκηνοθεσία δική του με τη συνεργασία της Εύας.

Άγγελος Σικελιανός (Από τον Δελφικό Λόγο)  18 Οκτωβρίου 1932
«Είμαι το πνεύμα, το πανάρχαιο Απολλώνειο πνεύμα, που κατέβη πρώτο από τις χιονοσκέπαστες κορφές της Ιστορίας, ο Άρρην Λόγος, ο όρθιος Δωρικός σκοπός, ο Πυθικός προαιώνιος Νόμος. Είμαι η αρχή της Ακτινοβολίας της Ευρυθμίας, της Πειθαρχίας, της Απλότητας, της βασικής κάθε ψυχής
και λαού Αυτονομίας, είμ’η αρχή της τέλειας Μνήμης. Είμαι το Γνώθι Σαυτόν, το Μηδέν άγαν, είμαι η Χρυσή Τομή και η Τετρακτύς και ο Άκμων, είμαι το προμήνυμα του νέου χορού του καθαρμού απάνω από το πτώμα του φιδιού, που ρέψαν στη σπηλιά της γήινης ύλης,σκοτεινοί ληθαργημένοι αιώνες.
Περιμένω πια την πιο μεγάλη λύτρωσή μου. Θέλω να σαρώσω με μια υπέρτατη αντίσταση, ό,τι μάταιο και ό,τι σάπιο, από το χώμα. Μη μου κλείτε πια τα στήθη σας, τη σκέψη σας και την ακοή σας. Ξεκινήστε. Εβγάτε να συναντηθούμε στην μεγάλη άπλα, που ό,τι τώρα στη φωνή μου, σας φαντάζει φοβερό, αυτού που βρίσκεστε κλεισμένοι, είναι ο Μέλος και το Μέτρο και ο Ρυθμός, όπ’ώχει πλάσει, ό,τι ανώτερο, γλυκύτερο και αδρότερο στο λαό σας και στους λαούς όλου του κόσμου. Είμαι ο ποταμός της Φωτεινής Αγιότητας, που Σας καλεί να ξαναβαφτιστείτε, στα προαιώνια κρυσταλλένια νάματά του.
Βοηθήστε με, να σας βοηθήσω.Δεν μ’ακούτε; Ο βρυχηθμός μου έχει πια ωριμάσει μες στους αιώνες. Μην αργείτε. Ελάτε, ελάτε. Ως πότε πια να σας κράζω;»

ΔΕΛΦΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ

ΔΕΛΦΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΤΟ 1927

2 thoughts on “ΡΑΨΩΔΙΕΣ ΙΟΝΙΟΥ

  1. Ο ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ
    «……Ἔτσ᾿ εἶπε αὐτὸς καὶ μένανε ἡ καρδιά μου
    Μὤτρεμε πιά, καὶ μὤτρεμε τὸ χέρι,
    Τέτοια φωνὴ ἀνεπάντεχη ν᾿ ἀκούσω
    Κι ἔτσι χλωμὸς τὸ ματωμένο Ῥόδο
    Τὸ σήκωσα στὸ χέρι μου, ρωτώντας:

    «Καὶ ποῦ, παιδιά, τὸ Ρόδο θέτε πρῶτα
    Νὰ τὸ φυτέψουμε στὴ γῆ, ποῦ θέτε;»

    Κι ἄργιε ἡ ἀπόκριση νἄρθει μὰ αἰφνίδια
    Αὐτὸς ποὖχε τὰ βλέφαρα κλεισμένα,
    Ἀνοίγοντας τά, μὲ φωνὴ ποὺ ἐρχόταν
    Ἀπ᾿ ἄλλον κόσμο, κι ὅμως κύλησε ὅμοια
    Μὲ μία βροντή, ἀποκρίθη: «Στὴν Ἑλλάδα!».
    Καὶ τὰ γκρεμά, οἱ πλαγιές, τὰ κορφοβούνια,
    Σὰ στήθη ποὺ ἀνασαίνοντας πλαταίνουν,
    Θαρρέψαμε, ἀντηχῆσαν: «Στὴν Ἑλλάδα!».

    Καὶ τότε πιὰ μᾶς τύλιξε ὁ Παιάνας,
    Μᾶς γέμισε ὁ Παιάνας, μᾶς ἐπῆρε
    Στὰ διάπλατά του τὰ φτερὰ ὁ Παιάνας.

    «Τὸ Ρόδο, ὅλοι τὸ Ρόδο στὴν Ἑλλάδα!»,
    Φωνάξαμε κι ὠρμήσαμε κι ὤ, πόσοι
    Μᾶς ἔχουν σμίξει ἀπὸ τότε ἀγῶνες!
    Τί νὰ τοὺς λέω;»

  2. ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΝΟΣΤΟΥ
    Nυχτιές αφέγγαρες ― κρυφέ της μοίρας μου αρραβώνα·
    πιο σκοτεινά βουνά,
    που πρωτοδιάβαινα βουβός τ’ αμπέλια, ώσμε το γόνα
    κι ώς το λαιμό τρανά·

    που διάβαινα, όλο διάβαινα, σαν η σιγή είχε πέσει
    στα ξύλα του δρυμού,
    ωσάν αλάφι θεόρατο που κολυμπάει στη μέση
    μεγάλου ποταμού…

    Ά, ποιό παλμόν ακοίμητο τα φρένα μου εσηκώνα
    στα τρίσβαθα του νου,
    με τη βουβή τους μίμηση μπρος στην βουβήν εικόνα
    του κάταστρου ουρανού!

    Όλυμπος πια χεροπιαστός τριγύρα μου είχε ανθίσει,
    και, λάτρα σιωπηλή,
    σ’ όλα τα μέλη μου άστραφτε το μυστικό μεθύσι
    μια κρύφια ανατολή…

    Άγρυπνη βίγλα εκράταγε, πολύ ψηλά αναμμένη,
    του πόθου η μαντική
    φωτιά, και γύρα μια γενιά θεών συμμαζεμένη
    με κοίταε σκεφτική…

    Σαν άλικη η πανσέληνο στα κορφοβούνια απάνω
    προβαίνει αργή, τρανή,
    στο πορφυρόν εικόνισμα του πόθου μου το πλάνο
    βαφόνταν οι ουρανοί.

    Kαι πίσω από τ’ απάντεχον, αθλητικό όργιό του,
    που νίκαε τον καιρό,
    σαν ιερέας σιωπηλά που σέρνει το σφάγιό του,
    κι ως πρώτος στο χορό

    που από ξοπίσω του τραβάει πολλούς ― παρόμοια, ακέρια
    σα να ‘σερνα φυλή,
    απ’ τους πρωτόφαντους θεούς κι από τα πρώτα αστέρια
    τηρώντας εντολή,

    στο στρώμα που φουντώνανε της γης τα ολύμπια μύρα
    πώς έσερνα με ορμή
    μες στα σκοτάδια, ως ο τυφλός π’ αδράζεται απ’ τη λύρα,
    το ερωτικό κορμί!…

    Nυχτιές αφέγγαρες, θερμό που με γεμίσατε αίμα,
    και πλούσιο, μαντικό
    το πνέμα μου στεριώσατε ― αλύγιστο ένα ρέμα,
    βαθύ, πολεμικό ―

    και στην ψυχή μού θρέψατε τους στοχασμούς, ως θρέφει
    σε θεία κληματαριά
    η αδρή απονύχτερη δροσιά τσαμπιά τρανά σα βρέφη,
    πανώρια και βαριά!

    K’ εσύ, παλμέ, που ακοίμητο τα φρένα μου εσηκώνα
    στα τρίσβαθα του νου,
    κ’ εσύ πυρρή π’ ανέμιζα της πιθυμιάς μου εικόνα
    στην όψη τ’ ουρανού·

    του Oλύμπου πια, σάμπως ληνό στα πόδια μου, το τέρας
    πατώ το μυστικό.
    Όλος συρμένος ο Έρωτας στις φρένες μου, ως το δέρας
    το μάγο στην Iωλκό!

    Kυλά φωτιές ο Ωρίωνας· κι ο Δίας είν’ ένας θρόνος·
    κ’ η Πούλια είναι φωλιά·
    μα ο μυστικός Διθύραμβος, που πια δε ‘γγίζει ο Xρόνος,
    του νου μου η αγκαλιά!

    Nά· πυρωμένη μου η καρδιά, το μέτωπο, το μάτι
    ελεύτερο, ουρανέ!
    Πήγασος είν’ ασπέδιστος του λογισμού μου το άτι,
    οι δρόμοι μου ένα Nαι,

    την άβυσσο άβυσσο καλεί, το βάθος κι άλλο βάθος,
    κι αδάμαστο, αλαφρό,
    μέσα μου πλέον αμόνοιαστον εστοίχειωσε το πάθος
    που εσκίρτα στον αφρό…

    Tου Oλύμπου πια, σάμπως ληνό στα πόδια μου, το τέρας
    θωρώ το μυστικό.
    Όλος εσύρθη ο Έρωτας στις φρένες μου, ως το δέρας
    το μάγο στην Iωλκό.

    Yμέναιο νέο στα βάθη τους λογιάζω τώρα θά βρω,
    σαν ήπια μονομιά
    της νύχτας όλο το κρασί το μυστικό και μαύρο
    για μιαν επιθυμιά·

    κι όλ’ η φωτιά των ουρανών μού κύκλωσε, μου κρύβει
    το πνέμα μου βουβό,
    τι πια με κράζει αμείλιχτη του νου μου η πάνοπλη ήβη
    προς τ’ άστρα ν’ ανεβώ!

    Kυλά φωτιές ο Ωρίωνας· κι ο Δίας είν’ ένας θρόνος·
    κ’ η Πούλια είναι φωλιά·
    μα ο μυστικός Διθύραμβος, που πια δε ‘γγίζει ο Xρόνος,
    η πλέρια μου αγκαλιά!

    Tων άστρων έχει απάνω μου το περιβόλι γείρει,
    κι ο κρύφιος λογισμός,
    σάμπως μελίσσι χνουδωτό βαμμένον από γύρη,
    ξεσπά βαθιά μου εσμός…

    Bροχή πεφτάστρια γύρα μου κι αδιάκοπα σταλάζει
    το απέραντο γοργά·
    κι όπως χορεύει πέφτοντας στο χώμα το χαλάζι
    κι ο ουρανός οργά,

    σαν απ’ της λύρας τις χορδές ανάμεσα το χέρι
    φαντάζει που χτυπά,
    όμοια η καρδιά μου ολάκερη μέσα σε κάθε αστέρι
    σπαράζει κι αγαπά!

    Όργιο βαθύ! Στον πάγκοσμο παλμό σου, μες στο νέο
    που γνώρισα κορμί,
    στης δύναμής σου την πηγή κατάβαθα αναπνέω
    μ’ ανήκουστην ορμή,

    κι ως κατεβαίνει αγνάντια μου, χωρίς να το γυρεύω,
    τα βάθη τ’ ουρανού
    ο αρματωμένος Έρωτας, σκιρτώ κι αντιχορεύω
    με τ’ άρματα του νου!

    Γιατί το ξέρω· πιο βαθιά κι απ’ τον πηχτόν αστρόφως,
    κρυμμένος σαν αετός,
    με περιμένει, εκεί που πια ο θείος αρχίζει ζόφος,
    ο πρώτος μου εαυτός…

Σχολιάστε