ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ


DALI 1938_the_transparent_simulacrum_of_the_feigned_image_01
Η ΔΙΑΦΑΝΗΣ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΜΙΑΣ ΠΛΑΣΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ SALVATOR DALI 1938 Albright-Knox Art Gallery, Buffalo, N.Y.,
(SIMULACRA SIMULATION) (ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΕΙΣ Η ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΟΜΟΙΩΜΑΤΩΝ
Ο Μποντριγιάρ στο Simulacra αναφέρεται στις σημασίες και στους συμβολισμούς του πολιτισμού και των μέσων ενημέρωσης που κατασκευάζουν την καθημερινή μας πραγματικότητα.
Οι κοινωνίες έχουν εμποτιστεί με «ομοιώματα» και οι ζωές μας έχουν τόσο κορεστεί με τις δομές της που το νόημα έχει χαθεί και είναι απείρως μεταβλητό. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται η «μετάπτωση των Simulacra
Διανύουμε την περίοδο της «προσομοίωσης» στην οποία η παραγωγή αντικαθίσταται από τα MME, τους υπολογιστές, την επεξεργασία της πληροφορίας, και την οργάνωση της κοινωνίας σύμφωνα με κώδικες και μοντέλα εξομοίωσης .
Η κυριαρχία των μηνυμάτων από τα ΜΜΕ και η σημειολογία διαποτίζει το κοινωνικό ιστό, με αποτέλεσμα τα μηνύματα και τα νοήματα να ισοπεδώνονται σε μια ουδέτερη ροή πληροφόρησης, ψυχαγωγίας διασκέδασης διαφήμισης και πολιτικής.
Ο φιλόσοφος υποστηρίζει γενικά ότι στον σύγχρονο πολιτισμό δεν είναι πλέον δυνατόν (ή θεμιτό) να ξεχωρίσουμε το «πραγματικό» από την απομίμηση του, ή το αντίγραφο του πραγματικού

Στα έργα του «Η καταναλωτική κοινωνία», «Ο καθρέφτης της παραγωγής», «Η έκταση της επικοινωνίας»– ο Μποντριγιάρ μιλώντας για την απόλυτη, καταλυτική κυριαρχία των εμπορευμάτων,ανέπτυξε επιχειρήματα για την αυξανόμενη εξουσία του «αντικειμένου» πάνω στο «υποκείμενο» στη σύγχρονη κοινωνία και για τον τρόπο με τον οποίο η διαμαρτυρία και η αντίσταση απορροφούνται όλο και περισσότερο από το ίδιο «σύστημα» .
Στο βιβλίο του «Η Καταναλωτική Κοινωνία» (2000),όπως και στο «το σύστημα των αντικειμένων»,μας εξηγεί ότι η ταξινόμησης εννοιών και των σημείων οργανώνεται στην καταναλωτική κοινωνία, μέσα από την οποία καταλαβαίνουμε σήμερα τον κόσμο, και το πώς και τι καταναλώνουμε είναι αυτό που σε τελική ανάλυση κωδικοποιεί συμπεριφορές και κοινωνικές ομάδες.
Δηλαδή οι δραστηριότητες και το στιλ κατανάλωσης παίζουν τον πρωταρχικό πολλές φορές ρόλο για να προσδιοριστούν οι αξίες των πραγμάτων που αποτελούν τον κόσμο γύρω μας και οι σχέσεις μεταξύ τους, αλλά επίσης για να προσδιοριστεί η ταυτότητα ενός ανθρώπου.
Η κατανάλωση στις σύγχρονες κοινωνίες δεν έχει χρηστική ή ανταλλακτική αξία, αλλά αντιπροσωπεύει ένα σημειολογικό κώδικα, μέσω του οποίου ο καταναλωτής κατασκευάζει την προσωπική του ταυτότητα.
Ολη αυτή η κυριαρχία της απομίμησης πάνω στο αυθεντικό και η τακτική νοθείας που εφαρμόζει η βιομηχανία της κατανάλωσης, πουλώντας μας τα πάντα, αναπαράγουν αυταπατημένους μιας συσκευασμένης χαράς.

Η αφθονία των πλούσιων κοινωνιών συνδέεται με την σπατάλη και μερικοί μίλησαν για τον «πολιτισμό του σκουπιδοτενεκέ». Η σπατάλη θεωρείται κάτι σαν τρέλλα, παράνοια, δυσλειτουργία του ενστίκτου, που κάνει τον άνθρωπο να καίει τα αποθέματά του και να θέτει τις συνθήκες διαβίωσης του σε κίνδυνο με μία εντελώς ανορθολογική τακτική. Ανέκαθεν οι κοινωνίες σπαταλούσαν, διασπάθιζαν, ξόδευαν , για τον απλό λόγο στην καταναλώση του περισσεύματος, του περιττού, το άτομο όπως και η κοινωνία νοιώθουν όχι μόνο ότι υπάρχουν αλλά και ότι ζούν.
Οι ήρωες αντικαταστάθηκαν από τους ήρωες της κατανάλωσης. Οι παραδειγματικοί βίοι των «self made men” , βεντέτες του σινεμά, του αθλητισμού, πριγκίπων και πριγκιπισσών, , παπάδων, βασιλέων, νεόπλουτων, διεθνών φεουδαρχών, κοντολογίς των μεγάλων σπάταλων, που τα περιοδικά τους δείχνουν στην καθημερινή τους «απλότητα». Όλοι αυτοί οι δεινόσαυροι τροφοδοτούν τα χρονικά των εφημερίδων και της τηλεόρασης, και βλέπουμε να εξυμνείται η υπερβολή τους και η δυνατότητα τερατωδών δαπανών ,και εκπληρώνουν μία πολύ επακριβή κοινωνική λειτουργία με την εξουσιοδότηση από ολόκληρο το κοινωνικό σώμα
ΤΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΥΤΕΛΟΥΣ, ΑΧΡΗΣΤΗΣ, ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΕΤΡΗΣ ΖΩΗΣ.
Ο Γάλλος φιλόσοφος μας αναλύει πως η αναγκαιότητα του Κιτς έχει, εκτός από «βιομηχανική» καταγωγή, και ισχυρότατες ψυχολογικές ρίζες και το συνδέει και με τα τουριστικά θέρετρα. Το χαρακτηρίζει αντικείμενο-σκουπίδι, που λειτουργεί κατά κύριο λόγο ως σουβενίρ, : «Στην αισθητική της ομορφιάς και της αυθεντικότητας, το Kitsch αντιπροτείνει την αισθητική της προσομοίωσης: παντού αναπαράγει αντικείμενα μικρότερα ή μεγαλύτερα από τη ζωή, μιμείται υλικά, μαϊμουδίζει μορφές ή τις συνδυάζει ανάρμοστα, επαναλαμβάνει τη μόδα χωρίς να έχει υπάρξει μέρος της εμπειρίας της μόδας».
Ο Αντόρνο γράφει ότι οι άνθρωποι «ανομολόγητα υποπτεύονται ότι η ζωή τους θα τους γίνει πια εντελώς αφόρητη, αν πάψουν να είναι προσκολλημένοι σε ικανοποιήσεις, οι οποίες είναι ανύπαρκτες» (“Σύνοψη της πολιτιστικής βιομηχανίας”.
Στο βιβλίο του «The System of Objects», εξετάζει το σχέση του μαζικού καταναλωτισμού με την εκρηκτική εξάπλωση των καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών. Για τον ίδιον , ο άνθρωπος μέσα στη καταναλωτική κοινωνία αντιμετωπίζει έναν κόσμο αντικειμένων και σημείων, τα οποία ελκύουν παραπλανούν και μερικές φορές ελέγχουν την αντίληψη, την σκέψη και την συμπεριφορά του.
Η αλλοτρίωση, η ομογενοποίηση και η εκμετάλλευση ,μάστιγες των σύγχρονων κοινωνιών ευθύνονται για το πρόβλημα της «πραγματοποίησης»: τα ανθρώπινα όντα (τα «υποκείμενα) σταδιακά χάνουν την ελευθερία και τον αυτοκαθορισμό τους, καταλήγοντας να κυριαρχούνται από τα πράγματα τις τεχνολογίες, τα εμπορεύματα, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τα «αντικείμενα».
Ο Μποντριγιάρ με το διορατικό του πνεύμα προχώρησε λίγο πιο πέρα αυτή την κριτική μέσω της σημειολογίας, περιγράφοντας τους τρόπους με τους οποίους τα αντικείμενα έχουν αναλάβει την πλήρη εξουσία, δημιουργώντας ένα σύμπαν αυταπάτης και φαντασιώσεων και αυτό σημαίνει το «τέλους του ατόμου» ,σημαίνει πλέον την ολοκληρωτική ήττα της ανθρώπινης υποκειμενικότητας. (SIMULACRA SIMULATION).

Στον σύγχρονο πολιτισμό δεν είναι πλέον δυνατόν να ξεχωρίσουμε το «πραγματικό» από την απομίμηση του, ή το αντίγραφο του πραγματικού, λέει ο Μποντριγιαρ στο βιβλίο του και μιλά για σύμβολα, σήματα,και ότι η ανθρώπινη εμπειρία είναι μια προσομοίωση της πραγματικότητας. Επιπλέον, αυτά τα ομοιώματα δεν είναι απλώς διαμεσολαβήσεις της πραγματικότητας, δεν βασίζονται σε αυτή απλά κρύβουν ότι η πραγματικότητα είναι άσχετη με την τρέχουσα αντίληψη της ζωής μας.
Διανύουμε την περίοδο της «προσομοίωσης» στην οποία η παραγωγή αντικαθίσταται από τα MME, τους υπολογιστές, την επεξεργασία της πληροφορίας, και την οργάνωση της κοινωνίας σύμφωνα με κώδικες και μοντέλα εξομοίωσης .
Ο Φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι στην κοινωνία της κατανάλωσης και των ΜΜΕ, οι άνθρωποι είναι παγιδευμένοι στο παιχνίδι των εικόνων, των θεαμάτων και τον ομοιωμάτων και ότι έχουν όλο και μικρότερη σχέση με μια εξωτερική «πραγματικότητα». Περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο τα εμπορεύματα, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και οι τεχνολογίες παρέχουν ένα σύμπαν αυταπάτης και φαντασίωσης, όπου ο άνθρωπος κυριεύεται εξ ολοκλήρου από τις καταναλωτικές αξίες, ενώ παράλληλα γίνεται μόνιμος «πλοηγός» στους κόσμους του κυβερνοχώρου.
Μια επερχόμενη ολοκληρωτική ήττα της ανθρώπινης υποκειμενικότητας από τον κόσμο των αντικειμένων.
Σε αυτήν την άκρως ανησυχητική και καινοφανή κατάσταση, το βάθος, η ουσία και η πραγματικότητα συνεχώς απομακρύνονται και μαζί με την τελική εξαφάνισή τους, χάνεται επίσης και η δυνατότητα κάθε δυνατής αντίδρασης. Στην ουσία, πρόκειται για μία εποχή στην οποία οι μάζες ζητούν θέαμα και όχι νόημα και ακολούθως βουλιάζουν μέσα σε μια σιωπηλή πλειονότητα που σημαίνει «το τέλος του κοινωνικού».
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΕΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΔΩ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΖΟΥΜΕ ΣΕ ΕΝΑ ΚΟΣΜΟ ΑΠΛΗΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ
Σε μια ψηφιακή εποχή, η ιστορία έχει φτάσει σε ένα τέρμα καθώς η πραγματικότητα έχει πια χαθεί μέσα στις απειράριθμες εικόνες με το ανθρώπινο είδος ήδη να προετοιμάζεται για να αντικατασταθεί, τρόπον τινά, από την εικονική του ύπαρξη- από έναν καταιγισμό εικόνων που θα μιλούν από μόνες τους…
Είναι η εποχή της μετανεωτερικότητας, η εποχή των «ομοιωμάτων», όπου οι διακρίσεις και οι διαφορές μεταξύ τάξεων, πολιτικών ιδεολογιών, πολιτιστικών μορφών , πραγματικότητας και ψεύτικου, δεν έχουν και μεγάλη σημασία, μιας και η ίδια η κοινωνία στο σύνολο της χαρακτηρίζεται από μια ακατάπαυστη ροή αδιαφοροποίητων εικόνων και σημείων.

Δεν το συνειδητοποιούμε, αλλά ήδη αναπαράγουμε ιδανικά, εικόνες, όνειρα που εφεξής βρίσκονται πίσω μας και που εμείς οφείλουμε να αναπαράγουμε με ένα είδος μοιραίας αδιαφορίας. Η αναπαραγωγή είναι αποτέλεσμα της έλλειψης της δυναμικής του καινούργιου, παρότι οτιδήποτε καινούργιο θεωρείται εκ προοιμίου εχθρικό για τον πολίτη. H ιδέα της προόδου έχει εκλείψει, αλλά η πρόοδος συνεχίζεται. Η ιδέα του πλούτου που υπο-τείνει την παραγωγή έχει εκλείψει, η παραγωγή όμως προχωράει. Η ιδέα του πολιτικού έχει εκλείψει, όμως το πολιτικό παιχνίδι συνεχίζεται με μια κρυφή αδιαφορία για το ίδιο το διακύβευμά του.
ΒΙΩΝΟΝΤΑΣ ΠΛΕΟΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ έχουμε ζήσει κάθε όργιο απελευθέρωσης. Συνεχίζουμε ωστόσο προς την ίδια κατεύθυνση, παρότι γνωρίζουμε ότι κατευθυνόμαστε στο κενό, στήνοντας σκηνικά προσομοίωσης.
Η «δολοφονία της πραγματικότητας είναι το τέλειο έγκλημα και το σπουδαιότερο γεγονός της σύγχρονης ιστορίας», όπου οι μάζες καταρρέουν «μέσα σε μια σιωπηλή πλειονότητα» που σημαίνει «το τέλος του κοινωνικού». Η κοινωνική θεωρία χάνει το ίδιο της το αντικείμενο (αφού τα νοήματα, οι κοινωνικές τάξεις, η διαφορά καταρρέουν επίσης) αλλά και η ριζοσπαστική πολιτική χάνει το υποκείμενο και την παρεμβατική δράση της

Δυνατό πνεύμα, ο Μποντριγιάρ πάλεψε για την αναζήτηση της ελευθερίας του πνεύματος , ωστόσο δεν έχει αναπτύξει , ,καμία θεωρία ταξικής ή ομαδικής εξέγερσης, η πολιτικής οργάνωσης, αγώνα ή στρατηγικής. θεωρεί ότι το να είναι κανείς μηδενιστής και αρνητικά προσκείμενος απέναντι στο σύστημα- είναι αναποτελεσματικό , αφού σε κάθε αντίσταση απέναντι του, το σύστημα αντιπαραθέτει τον δικό του μηχανισμό εξουδετέρωσης.
Οι σημερινές δομές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές έχουν τη δύναμη και τον τρόπο να ενσωματώσουν μέσα τους τα πάντα ακόμη και αυτούς που αντιστέκονται .

2 thoughts on “ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ

  1. Η ταινία των Αντι και Λάρι Γουατσόφσκι The Matrix (1999), βασίστηκε στο βιβλιο του BAUDRILLIARD «SIMULACRA SIMULATION» (ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΕΙΣ) όπου στο κοντινό μέλλον η ανθρώπινη κοινωνία είναι μια προσομοίωση σχεδιασμένη από κακόβουλες μηχανές με στόχο να μας κρατούν σκλαβωμένους. Ένα βιβλίο πνευματικής αγωνίας και αγώνα για αναζήτηση αντιστάσεων στο αντικείμενο, που με δόλιες στρατηγικές, περιτυλίγει το υποκείμενο στους εξουθενωτικούς καταναγκασμούς των μηχανισμών του. Ένα βιβλίο τολμηρών σκέψεων, για εναλλακτικούς μεθόδους αντιμετώπισης της απόλυτης κυριαρχίας των μηχανών
    Ο χάκερ πρωταγωνιστής Νίο (Κιάνου Ριβς) κρύβει το λαθραίο λογισμικό του μέσα σ’ ένα βιβλίο του φιλοσόφου, και ο αντάρτης Μορφέας προφέρει κάποια στιγμή την πιο διάσημη ρήση του Μποντριγιάρ: «Καλωσορίσατε στην έρημο του πραγματικού».

  2. ο 1981, το βιβλίο του Simulacra et Simulation (το βιβλίο που εμφανιζόταν στο Matrix) κέρδισε το ενδιαφέρον του διεθνούς αναγνωστικού κοινού και ο Μποντριγιάρ σύντομα έγινε ένας αστέρας της διανόησης που ταξίδευε ανα τον κόσμο για να συζητήσει τις ιδέες του – όπως την «υπερπραγματικότητα» (το βασίλειο της προσομοίωσης που είναι «πιο πραγματικό από το πραγματικό»). Ενα ταξίδι στις ΗΠΑ τον ενέπνευσε για να γράψει, το 1986, την «Αμερική», ένα οξυδερκές κείμενο στο οποίο μεταξύ άλλων λέει: «Η Αμερική είναι η αυθεντική βερσιόν της νεοτερικότητας, εμείς είμαστε βερσιόν με υποτίτλους. Η Αμερική είναι η πραγματωμένη ουτοπία». Χαρακτήρισε τη δεκαετία του ’90, με τις αυταπάτες της για το «τέλος της ιστορίας», ως μια στάσιμη περίοδο κατά την οποία «τα γεγονότα απεργούσαν». Τελικά, η απεργία έσπασε με την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, την οποία ο Μποντριγιάρ αποκάλεσε «μητέρα όλων των γεγονότων». «Είναι το τρομοκρατικό μοντέλο», έγραψε «για να παραχθεί μια περίσσεια πραγματικότητας και να προκαλέσει την κατάρρευση του συστήματος κάτω από αυτήν την περίσσεια».

    Για τον Μποντριγιάρ, επομένως, δεν υπήρχε πλέον ανάγκη να μεταβάλλονται σε εικονικά τα γεγονότα από τα Μέσα Ενημέρωσης, όπως έγινε στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, εφόσον οι εμπόλεμοι έχουν πλήρως εσωτερικεύσει τους κανόνες της προσομοίωσης. Στο δοκίμιό του «Η πορνογραφία του πολέμου», του 2004, παρατηρεί πώς οι φωτογραφίες από το Αμπού Γκραΐμπ έγιναν αντικείμενο μίμησης για σκηνές φετιχιστικής πορνογραφίας, και συμπεραίνει: «Στην πραγματικότητα ήταν η Αμερική που προκάλεσε ηλεκτροπληξία στον εαυτό της».

    Κάποτε, ο Μποντριγιάρ φόρεσε ένα λαμέ κοστούμι με καθρεφτάκια όταν πήγε να διαβάσει ποιήματά του σ’ ένα μπαρ του Λας Βέγκας. Δεν έπαιρνε τον εαυτό του και πολύ στα σοβαρά, αλλά κάποιοι κριτικοί διατείνονταν ότι δεν έπαιρνε και τίποτ’ άλλο πολύ στα σοβαρά. Συχνά τον επέκριναν ως πολιτικά και ηθικά ανεύθυνο, ιδιαίτερα όταν χαρακτήριζε τον σύγχρονο πόλεμο «μη πραγματικό», αγνοώντας έτσι την πραγματικότητα των σκοτωμών και της οδύνης. Η απάντηση του Μποντριγιάρ, στο βιβλίο του «Η διαφάνεια του Κακού», ήταν λακωνική: «Οι φονταμενταλιστές της πραγματικότητας εξοπλίζονται με ένα είδος μαγικής σκέψης που μπερδεύει το μήνυμα με τον αγγελιαφόρο: αν μιλήσεις για την προσομοίωση, τότε είσαι εσύ ο προσομοιωτής. Αν μιλήσεις για την εικονικότητα του πολέμου, τότε είσαι σύμμαχός της και δεν νοιάζεσαι για τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς… Δεν είμαστε εμείς, οι αγγελιοφόροι της προσομοίωσης, που έχουμε βυθίσει τα πράγματα μέσα στην αναξιοπιστία – το σύστημα το ίδιο έχει υποδαυλίσει αυτή την αβεβαιότητα που διαποτίζει τα πάντα σήμερα».

    Ενας σκεπτικιστής Βρετανός δημοσιογράφος που του πήρε συνέντευξη αποκάλεσε τον Μποντριγιάρ «φιλόσοφο-κλόουν», περιγραφή για την οποία ο ίδιος ίσως να μην είχε αντίρρηση αλλά να τη θεωρούσε πρόκληση για να στοχαστεί την κοινωνική λειτουργία του κλόουν. Οπως υποστήριξε κάποτε: «Είναι καθήκον της ριζοσπαστικής σκέψης, εφόσον ο κόσμος μάς έχει δοθεί τελείως ακατανόητος, να τον κάνουμε ακόμα πιο ακατάληπτο, πιο αινιγματικό, πιο μυθικό». Αγαπούσε τους αφορισμούς. «Η σύγχρονη τέχνη είναι σύγχρονη μόνο με τον εαυτό της», έλεγε, ή «Ο συναισθηματισμός μας απέναντι στα ζώα είναι το πιο σίγουρο σημάδι της περιφρόνησής μας γι’ αυτά».

    Ο Ζαν Μποντριγιάρ είχε γράψει κάποτε μια παιγνιώδη περιγραφή της προσωπική του εξέλιξης: από «παταφυσικός» (επιστήμονας που επινοεί φανταστικές λύσεις) στα 20 χρόνια του, σε «viral» (λέξη που «αναμιγνύει» τον ιό -virus- και τον ανδροπρεπή -viril-) στα 60 του. Οταν τον συνάντησα το 2000, ήταν 70 ετών. «Τι είστε τώρα;», τον ρώτησα. «Μμμμ, για να δούμε… Στα 70, θα έλεγα ότι είμαι… transfini. Πέρα από το τέλος. Ηταν η μοιραία στρατηγική μου να προχωρήσω πιο πέρα, για να δω τι γίνεται στο επέκεινα». Τώρα, ίσως, θα ξέρει.

Σχολιάστε